Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(τι ἐς διφθέρας

См. также в других словарях:

  • διφθέρας — διφθέρᾱς , διφθέρα prepared hide fem acc pl διφθέρᾱς , διφθέρα prepared hide fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CORIUM Crudum — pectorale Veteribus. Statius, l. 12. Theb. v. 774. venit ecce Creon: sic fatus et auras Dissipat hasta tremens, tunc quem subtemine durô Multiplicem tenues itcrant thoraca catenae, Incidit. Ubi subtemen est corium crudum, quod loricae suberat et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • LIBER — I. LIBER Deus vini, qui et Bacchus, et Dionysius dicitur. Multos autem fuisse Liberos ostendit Diod. Sic. quorum longe celeberrimus est, qui semele et Iove genitus fertur, quem tertium fuisse autumant, et Thebis Boeotiis natum, qui Liber… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MEMBRANAE — ex pellibus coriove animalium, Pergami primum paratae, hodieque originis suae nomen tenent. Ita enim Plin. ex Varrone l. 13. c. 11. Pergami ab Eumene Rege inventas esse Membranas, supprimente chartas Rege Ptolomaeô. Sed non dubium est, quin diu… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PRAEDUCTAL seu PRAEDUCTALE — Graece παράγραφος, a praeducendis lineis, dictum est plumbum vel stilus, quô in membrana lincae praeducebantur, ad dirigendam scripturam. Vetus Grammaticus, c. de ferreis instrumentis, Σκαλὶς, sarculum; γ῾πήτιον, subla; Σμίλιον, scalpellum;… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • UTER — cui liquor infusus alio deportatur, aut asservatur, Graece ἀσκὸς, Isidoro, Origin. l. 20. c. 6. ab utero dictus est, ob similitudinem. Unde Utrarius, quae vox occirrit apud Livium, l. 44. c. 33. ubi de Paulo docet, quô pactô aquarum inopiam in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διφθέρα — I Το κατεργασμένο δέρμα που χρησιμοποιούσαν για γραφή οι αρχαίοι Έλληνες, αλλά και το δερμάτινο ένδυμα των πιο φτωχών, αγροτών ή βοσκών, που κάλυπτε και το κεφάλι. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Ίωνες ονόμαζαν δ. τα βιβλία από πάπυρο, επειδή παλαιότερα,… …   Dictionary of Greek

  • επισάττω — ἐπισάττω και ἐπισάσσω (Α) [σάττω] τοποθετώ σάγμα (σαμάρι) ή σέλλα σε υποζύγιο, σαμαρώνω, σελλώνω αρχ. 1. φορτώνω πάνω σε κάτι («τὰς δὲ διφθέρας ἐπισάξαντες ἐπὶ τοὺς ὄνους ἀπελαύνουσι εἰς τοὺς Ἀρμενίους», Ηρόδ.) 2. φορτώνω κάποιον με κάτι… …   Dictionary of Greek

  • κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή …   Dictionary of Greek

  • στεγαστρίς — ίδος, ἡ, Α 1. αυτή που χρησιμεύει ως κάλυμμα («περιτείνουσι διφθέρας οτεγαστρίδας ἔξωθεν», Ηρόδ.) 2. ως ουσ. πιθ. το γείσο οικοδομήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στεγάζω + επίθημα τρίς (πρβλ. αυλη τρίς)] …   Dictionary of Greek

  • συσπώ — συσπῶ, άω, ΝΑ [σπῶ] νεοελλ. μέσ. συσπώμαι, άομαι (για μυ) υφίσταμαι ακούσια συστολή αρχ. 1. συστέλλω, μαζεύω («συνέσπακε τὰς ὀφρῡς», Λουκιαν.) 2. συρράπτω («τὰς διφθέρας συνῆγον καὶ συνέσπων», Ξεν.) 3. μέσ. σύρω μαζί μου 4. παθ. μαζεύομαι, ζαρώνω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»